τέθηλε

τέθηλε
θάλλω
sprout
perf imperat act 2nd sg (epic doric ionic)
θάλλω
sprout
perf ind act 3rd sg (epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ο — (I) ) ὅ (Α) (αρσ. τής αναφ. αντων., αντί ὅς) βλ. ος, η, ο. (II) ὅ (Α) (ουδ. τής αναφ. αντων.) βλ. ος, η, ο. (III) ὄ ὄ ὄ (Α) σχετλιαστικό επιφώνημα. η, το (ΑΜ ὁ, ἡ τό, Α δωρ. τ. θηλ. ἁ) Ι. ΚΛΙΣΗ: Α (στον εν.) 1. (γεν. τού, τής, τού (τοῡ, τῆς, τοῡ) …   Dictionary of Greek

  • χλοάζω — ΝΜΑ, και χλοάω Α [χλόη] είμαι ή γίνομαι χλοερός, πρασινίζω μσν. αρχ. 1. έχω χρώμα πράσινο, όπως οι τρυφεροί βλαστοί («τῶν φυτῶν τὰ μὲν ἀεὶ τέθηλέ τε καὶ χλοάζει», Πλούτ.) 2. μέσ. χλοάζομαι τρώω χλωρά χόρτα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”